- ξυλοπύλιον
- ξῠλο-πύλιον [pron. full] [πῠ], τό,A wooden gateway, SIG88.24,26 (Athens, v B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλοπύλιον — ξυλοπύλιον, τὸ (Α) ξύλινη πύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πύλη (πρβλ. ρυμοπύλιον)] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek